- αντιχριστιανικός
- -ή, -όαντίθετος προς τη χριστιανική διδασκαλία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι -* + χριστιανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1829 στον Αδάμ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιχριστιανικός — ή, ό επίρρ. ά αντίθετος στο χριστιανισμό: Σήμερα κυκλοφορούν πολλά βιβλία με αντιχριστιανικό περιεχόμενο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)